- ὀπτικούς
- ὀπτικόςofmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… … Dictionary of Greek
μεταθάλαμος — ο ζωολ. οπίσθιο τμήμα τού θαλάμου τών θηλαστικών που βρίσκεται στο όριο μεταξύ τού διεγκεφάλου και τού μεσεγκεφάλου και περιέχει, εκτός τών άλλων, σχηματισμούς κυρίως οπτικούς … Dictionary of Greek
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
στερεοεκλεκτικός — ή, ό, Ν (χημ. τεχνολ.) (για αντίδραση πολυμερισμού) αυτός κατά τον οποίο πολυμερίζεται ένας από τους δύο οπτικούς αντίποδες ενός μονομερούς που εισάγεται με την μορφή ρακεμικού μίγματος … Dictionary of Greek
κρηπίδωμα ή κρηπίδα — Ονομασία, στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, του βάθρου πάνω στο οποίο οικοδομείται ένα μνημειακό κτίσμα. Το κ. αποτελείται από τρεις αναβαθμούς (σκαλοπάτια) με διαστάσεις μεγαλύτερες των κανονικών. Ο ανώτερος αναβαθμός αποκαλείται στυλοβάτης,… … Dictionary of Greek
Μάρθας, Τάκης — (Λαύριο 1905 – Αθήνα 1965). Αρχιτέκτονας, ζωγράφος και καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσοβίο Πολυτεχνείο. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και αμέσως μετά την αποφοίτησή του (1930) διορίστηκε επιμελητής της έδρας της παραστατικής και… … Dictionary of Greek